- σταγχοπέα
- και στανοπέα, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες, τής τάξης ορχιδώδη, και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ποωδών επιφύτων τα οποία είναι ιθαγενή τής τροπικής Αμερικής και τών Δυτικών Ινδιών.
Dictionary of Greek. 2013.